Μια Γερμανίδα γραμματέας

Ο Γιάννης Μόσχος και η Ρένη Πιττακή βάζουν τη σφραγίδα της στο μονόλογο του Christopher Hampton, εμπνευσμένο από τις εξομολογήσεις, της  Brunhilde Pomsel, μιας από τις γραμματείς του Josef Goebbels, του στενότερου συνεργάτη του Χιτλερ. 

Το έργο βασίστηκε στις απομαγνητοφωνημένες σελίδες της συνέντευξης που έδωσε η Pomsel το 2016 σε ηλικία 105 ετών, στους δημιουργούς του ντοκιμαντέρ «Ein Deutsches Leben» και φέρνει στο επίκεντρο την σύγκρουση ανάμεσα στο προσωπικό συμφέρον και την κοινωνική ευθύνη, ενώ ταυτόχρονα διερεύνα έννοιες όπως η (συν)ενοχή, η συνείδηση, το καθήκον, το ηθικό χρέος. 

Πηγαίνοντας να δω την παράσταση, δεν είχα διαβάσει τίποτα σχετικό με το πρόσωπο που μας συστήνεται επί σκηνής. Ήξερα ότι πρόκειται για την αληθινή μαρτυρία της γραμματέως του Goebbels, μα τίποτα παραπάνω. Ήμουν όμως για κάποιο λόγο προετοιμασμένη, να δω έναν σπαρακτικό, υπαρξιακό μονόλογο, ένα μονόλογο μεταμέλειας και συντριβής.

Αντί τούτου, είδα κάτι που με συντάραξε ακόμα περισσότερο: την ψύχραιμη, σχεδόν κυνική εξομολόγηση μιας γυναίκας που είναι ή προσπαθεί να φανεί αφελής, και που επί της ουσίας, νίπτει επί σκηνής τα χείρας της για το Ναζιστικό έγκλημα που συντελέστηκε κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη της.

Η Ρένη Πιττακή, ενσαρκώνει αριστοτεχνικά το ρόλο. Καθισμένη αναπαυτικά στην πολυθρόνα της, με το τσάι και τα τσιγάρα δίπλα της, μέσα στο μεταξωτό, κοραλλί της φόρεμα, κάνει ως Brudhile Pomsel, μια ανασκόπηση στη ζωή της, διατρέχοντας σχεδόν όλο τον 20ο αιώνα. 

Φορώντας (ή όχι) μια μάσκα αφελούς ελαφρότητας, και προσπαθώντας επιμελώς να καλλιεργήσει στον θεατή την εικόνα της χαζούλας, που θεωρεί τους πάντες apriori καλούς, της απολιτίκ νεανίδας που δεν έδινε και πολλή σημασία σε όσα συνέβαιναν γύρω της, η Pomsel, θα μας διηγηθεί την ραγδαία εξέλιξή της, από ένα κορίτσι που εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο και εργαζόταν ως μαθητευόμενη γραμματέας στον οίκο μόδας ενός εβραίου φίλου του πατέρα της, σε μια από τος προσωπικές γραματείς του Josef Gοebels στο Υπουργείο Εθνικής Προπαγάνδας. 

Ξανά και ξανά, θα πει πως "δεν ήξερα, δεν είχα ιδέα τι γινόταν με τους Εβραίους που εκτοπίζονταν. Μας έλεγαν πως πήγαιναν να εποικήσουν μέρη που εγκατέλειπαν οι Γερμανοί πολίτες, μας φαινόταν σωστό", για να παραδεχτεί σε στιγμές προσωπικής ενσυναίσθησης, ότι "δεν θέλαμε να ξέρουμε, δεν θέλαμε να ξέρουμε τα φριχτά πράγματα που συνέβαιναν." 

H Bruhilde Pomsel
Η Pomsel μοιάζει να συνοψίζει τον μέσο Γερμανό πολίτη εκείνης της εποχής, που εκστασιασμένος από τις εθνικιστικές κορώνες του Χίτλερ, την διαφαινόμενη παντοδυναμία του στρατού στο πεδίο της μάχης και φέροντας ακόμη νωπές τις πληγές από την οδυνηρή ήττα της Γερμανίας στον Α' παγκόσμιο πόλεμο, παραδόθηκε αμαχητί στην Ναζιστική προπαγάνδα. 

Παρόλα αυτά, είναι στιγμές που μικροαστισμός της Pomsel συγκλονίζει. Μιλά για εξόδους, φορέματα, έρωτες, προσωπική ευημερία, σε μια εποχή που ο κόσμος ολόκληρος σπαράσσοταν. Θα περιγράψει τον Gοebbels και την οικογένειά του με όρους αστικής ευγένειας. Πόσο ευγενής και κομψός, ήταν, πόσο όμορφα και καλοαναθρεμμένα ήταν τα παιδιά του! Θα θεωρεί τον εαυτό της αιώνια ευγνώμων στην Magda Goebbels, όταν μετά τον βομβαρδισμό του Βερολίνου, και ενώ τα συντρίμμια και τα κουφάρια κείτονταν στους δρόμους, της χάρισε ένα δικό της ακριβό ταγιέρ για να φορά, καθώς η ίδια η Pomsel είχε χάσει τα πάντα. 

Απέναντι σε όλα αυτά, σε όσα νιώθει να την κατηγορούν και για όσα ίσως και η ίδια ενδόμυχα κατηγορεί τον αυτό της, αντιτάσσει το καθήκον. "Έκανα απλά το καθήκον μου,  έκανα αυτό που μου έλεγαν να κάνω, χωρίς να ρωτάω. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, χωρίς να κινδυνεύσω να χάσω το κεφάλι μου". Γίνεται σπαρακτική όταν μιλά για την θανάτωση των παιδιών του Goebbels από την ίδια τους τη μητέρα, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. "Μα γιατί τα παιδιά, τι έφταιγαν αυτά, ας τα άφηναν να ζήσουν". Και δεν μπορεί παρά να σκεφτείς αυτόματα, τα χιλιάδες παιδιά που εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,...Μιλά για την Νύχτα των Κρυστάλλων. Μιλά και  για τους φοιτητές του Μονάχου, την οργάνωση του Λευκού Ρόδου και για το τραγικό τέλος των αδελφών Scholl. Αυτό και μόνο το περιστατικό που συνέβη το 1943, είναι αρκετό να καταδείξει ότι η Γερμανική κοινωνία γνώριζε, γνώριζε πολύ καλά τι συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μα επέλεξε να σιωπήσει. Κι ας απορρίπτει με τα πρώτα κιόλας λόγια της στο έργο, τη συλλογική ενοχή των Γερμανών. 'Ήμασταν ηλίθιοι , αλλά όχι ένοχοι". 

Η Ρένη Πιττακή, κάτω από την σκηνοθετική επιμέλεια του Γιάννη Μόσχου, καταφέρνει με επιτυχία να ισορροπήσει ανάμεσα στην (επιτηδευμένη) ελαφρότητα της Pomsel και τον (κεκαλυμμένο) αριβισμό που κουβαλά η εξομολόγησή της.  Το αμήχανο γέλιο, οι παύσεις, το νευρικό χτύπημα της ταμπακιέρας, η ανάδευση του τσαγιού στο φλυτζάνι, τα βλέμματα που ανταλλάσσει με τη ζωντανή εικόνα της (τη συνείδησή της ίσως) που την κοιτά (και αντιδρά) από το video wall,  όλα δείχνουν μια γυναίκα που προσπαθεί να ανασυνθέσει τα γεγονότα και  να βρει τις σωστές λέξεις να τα περιγράψει. Πραγματικά δεν ξέρεις ακούγοντάς της αν είναι αληθινά ανόητη, ή εξωπραγματικά έξυπνη. Αν προσπαθεί να ξεγελάσει τον ακροατή, ή τον ίδιο της τον εαυτό.

 Και αυτό είναι μια μεγάλη σκηνοθετική επιτυχία. Η παράσταση δεν προσφέρει, καμιά έτοιμη κρίση. Η Pomsel είναι ανοιχτή στον θεατή να την κρίνει. Μα ταυτόχρονα, σε μια εξαιρετικά επιτυχημένη ηθική ντρίπλα, τον βάζει όχι μόνο στη θέση της, αλλά τον τοποθετεί στο σήμερα και απέναντι στις προκλήσεις που εκείνος καλείται να αντιμετωπίσει. "Βλέπετε τους πολέμους στις ειδήσεις και μετά πάτε να φάτε το ωραίο σας φαγητό", λέει απευθυνόμενη στους ακροατές της προς το τέλος του έργου.

Ενδόμυχα θα πιάσουμε τον εαυτό μας να αναρωτιέται: "Τι κάνουμε εμείς σήμερα για τα κακώς κείμενα, για τους πολέμους δίπλα μας, για την προσφυγιά, την πείνα, την κλιματική αλλαγή; Τι θα πούμε αύριο στα παιδιά μας; Ότι δεν ξέραμε; Ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα; Ότι άλλοι πήραν τις αποφάσεις για μας; Ότι απλά εμείς κοιτούσαμε τη δουλειά μας; Μα το ίδιο μας είπε και η Pomsel! Τι μας δίνει το δικαίωμα να την κρίνουμε τόσο αυστηρά;"

"'Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω". 

Υπό αυτό το πρίσμα, τo έργο του Christopher Hampton εκτός από την αυτονόητη ιστορική του αξία, μας θέτει μια σειρά ερωτημάτων που μοιάζει να αφορούν λιγότερο το παρελθόν και περισσότερο το κοινό μας μέλλον.

Η παράσταση ανεβαίνει το Θέατρο Ιλίσσια Βολονάκη 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος

Σκηνικά – Κοστούμια: Τίνα Τζόκα

Video design-Φωτισμοί-Φωτογραφίες: Μιχάλης Κλουκίνας

Μουσική – Ηχητικό περιβάλλον: Θοδωρής Οικονόμου

Βοηθός σκηνοθέτη – εκτέλεση παραγωγής: Θάλεια Γρίβα

Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Ελίνα Ρίζου

Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Ζούλια


Comments

Popular Posts