Οι καρεκλες

Οι Καρέκλες του Ευγένιου Ιονέσκο, γράφτηκαν το 1952. Το έργο αποτελεί κλασικό δείγμα αυτού που ονομάστηκε Θέατρο του Παραλόγου. Το Θέατρο του Παραλόγου δεν ενδιαφέρεται για την παρουσίαση μιας συμβατικής ιστορίας ή τη μοίρα των ηρώων. Δεν επιδιώκει να διδάξει ή να εκφράσει κάποια ιδεολογική θέση, αλλά να αποκαλύψει τη ματαιότητα και το κενό των ανθρώπινων σχέσεων. Οι χαρακτήρες του είναι συχνά τυποποιημένοι και εγκλωβισμένοι σε έναν κόσμο χωρίς λογική ή σκοπό, όπου η πλοκή δεν έχει πραγματική σημασία. Η δράση μοιάζει παράλογη και ασύνδετη, ενώ η τραγικότητα προκύπτει από την απουσία νοήματος και την αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο παράλογο της ύπαρξής του. Και ίσως να μοιάζει ειρωνικό, να προσπαθεί κάποιος να ερμηνεύσει μια τέτοια παράσταση με όρους "λογικής", όμως είναι στη φύση του ανθρώπου, να προσπαθεί να βρει νόημα ακόμα και μέσα στο παράλογο. Για το νόημα άλλωστε δεν γίνονται όλα;

O σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Νίκος Κουφάκης, έχει στήσει μια παράσταση που προσεγγίζει την ατμόσφαιρα του έργου με επιτυχία. Η γειωμένη σκηνοθετική ματιά, τα ρεαλιστικά σκηνικά και κοστούμια, αφήνουν χώρο σε αυτή την “παράλογη” γιορτή να εξελιχθεί και βοηθά τον θεατή να εστιάσει στη ψυχοσύνθεση των ηρώων και στο εκφραστικό ταλέντο των ηθοποιών, χωρίς να του αποσπά την προσοχή με σκηνογραφικά τερτίπια. Ήταν κάτι που εκτίμησα πολύ!

Σε ένα φάρο λοιπόν, σε κάποιο απομακρυσμένο νησί, ένα βαθιά ηλικιωμένο ζευγάρι, αναμένει τους καλεσμένους του, καθώς ο σύζυγος, έχει να κάνει μια σπουδαία ανακοίνωση: να μεταδώσει το μήνυμά του για τη ζωή στο κόσμο. Και καθώς θεωρεί ότι δεν έχει τα τυπικά προσόντα για κάτι τέτοιο, καλεί έναν επαγγελματία ομιλητή να το κάνει εκ μέρους του. Το κουδούνι χτυπά και το παράλογο...ξεκινά: η σκηνή γεμίζει καρέκλες για τους αόρατους, ασφυκτικά πολλούς καλεσμένους.

Κατά τη διάρκεια της αναμονής των καλεσμένων, αλλά και με την άφιξή τους ξετυλίγεται το κουβάρι της σχέσης των δύο αυτών ανθρώπων, αλλά και του καθενός ξεχωριστά: οι ελπίδες, οι ματαιώσεις, οι διαψεύσεις, τα όνειρα, η μοναξιά και κυρίως η σχέση εξάρτησης που τους δένει. Τρυφερή, σχεδόν μητρική εκείνη μαζί του, τον ελέγχει στοργικά, κι εκείνος, ένα παιδί που δεν ενηλικιώθηκε ποτέ, αφήνεται να ξεδιπλώσει τη δημιουργική του τρέλα, καθώς νιώθει το τέλος του χρόνου του να πλησιάζει. Εκείνη θα παίξει το παιχνίδι του έως τέλους...

Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για τη σχέση των δύο: για την πίστη, την εμπιστοσύνη, την αγάπη, τη θυσία εκείνης, που στιγμές-στιγμές μοιάζει να της έχει αφήσει μια πίκρα, μια αίσθηση προσωπικού ανεκπλήρωτου, καθώς πάντα σαν σκιά τον ακολούθησε στη ζωή, ενώ εκείνος, χαμένος στις σκέψεις τους, στις ακατάπαυστα ομιλούσες σκέψεις του, δεν αφήνει χώρο για εκείνη να υπάρξει ανεξάρτητα, όντας ουσιαστικά μόνος ακόμα κι όταν είναι μαζί της. Η Σεμίραμις, η σύζυγος, μοιάζει να είναι η ίδια η εσωτερική φωνή του πρωταγωνιστή, η ίδια του η συνείδησή που τον ελέγχει, χωρίς να τον εγκαταλείπει αυτή την ύστατη ώρα. Θα μπορούσαμε, με την ελευθερία που το πλαίσιο του έργου μας επιτρέπει, να πούμε ότι μέσα από τη σύζυγο, ο Ιονέσκο αποδίδει θεατρικά τη διάσπαση του εαυτού, τη σύγκρουση ανάμεσα στην ανάγκη για νόημα και στην επίγνωση του κενού. Ούτως ή άλλως σε ολόκληρο το έργο ο συγγραφέας παίζει ακριβώς με αυτήν την ασάφεια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, σώματος και φωνής, ύπαρξης και συνείδησης.

Η Σεμίραμις, επομένως, ίσως δεν είναι απλώς σύζυγος ή μητρική φιγούρα, αλλά η ίδια η φωνή του ηλικιωμένου που, λίγο πριν το τέλος, προσπαθεί να δικαιώσει την ύπαρξή του μέσα στον κόσμο και μέσω του κόσμου. O Christian Bobin, στο βιβλίο του "Η ανέλπιστη", γράφει: "Είμαι ζωντανός σημαίνει με βλέπουν, εισέρχομαι στο φως ενός βλέμματος πλήρους αγάπης", ενώ η συγγραφέας του βιβλίου "Που πηγαίνουμε όταν εξαφανιζόμαστε; μας λέει ότι "για να εξαφανιστεί κάτι, πρέπει πρώτα κάποιος να το έχει δει κι ύστερα να καταλάβει ότι λείπει. Για να εξαφανιστεί ένα πράγμα, χρειάζονται πάντα δύο".  Τι άλλο είναι η παράσταση του Ιονέσκο από την απέλπιδα προσπάθεια ενός ανθρώπου να ιδωθεί, από την πυρετώδη, υπαρξιακή αγωνία του να τον ακούσουν, να αφήσει μάρτυρες της ύπαρξής του, πριν ολοκληρωτικά χαθεί; 

Στο έργο, η παρουσία των άλλων, μοιάζει να γίνεται από μόνη της επιβεβαιωτική της ύπαρξης. Ο πρωταγωνιστής παραδέχεται ότι η ζωή του αξίζει γιατί οι καλεσμένοι του είναι εκεί. Γιατί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του, γιατί τον κοιτούν, γιατί ο ίδιος ο "Αυτοκράτορας", ο ανώτατος άρχοντας και κριτής, ανταποκρίθηκε -επιτέλους- στο κάλεσμά του. Η αδικία και η κακοτυχία που τον κατέτρεχαν και με τις οποίες θέλησε ουσιαστικά να δικαιολογήσει την έλλειψη προσωπικής ευθύνης για τη ζωή του, μοιάζει να αποτελούν παρελθόν. Τώρα που όλοι μπορούν να ακούσουν το μήνυμά του από τον ομιλητή που καταφτάνει, εκείνος μπορεί θριαμβευτικά όπως του αξίζει να αποχωρήσει. Δεν πειράζει που δεν θα είναι παρών: ο ομιλητής θα μεταφέρει το μήνυμά του, ωσάν η ατομική ύπαρξη να είναι ένα ακατανόητο χειρόγραφο, που αναθέτουμε σε κάποιον άλλο να ερμηνεύσει, να βρει το νόημά (της) που προσωπικά μας διαφεύγει ή φοβόμαστε να παραδεχτούμε ότι ίσως δεν υπάρχει.

Και είναι αληθινά στοργικό για τους δυο πρωταγωνιστές, το ότι ο συγγραφέας τους επιτρέπει να "εγκαταλείψουν" τη σκηνή, πριν ο ομιλητής αποκαλύψει το "μήνυμα" που μεταφέρει στους ορατούς και αόρατους θεατές αυτής την παράλογης γιορτής. Και είναι σκληρό για εμάς που μένουμε εκεί να το ανακαλύψουμε.

Μια πολύ δυνατή, πραγματικά πολυεπίπεδη παράσταση!



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ


Μετάφραση : Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία: Κουφάκης Νίκος
Σκηνικά: David Negrin
Κοστούμια: Μέγκλα Ματίνα
Φωτισμοί: Παπαλεξανδροπούλου Σεμίνα
Μουσική σύνθεση : Πηνελόπη Μπεκιάρη
Δραματουργική επιμέλεια : Περηφάνου Ελιάνα
Βοηθός σκηνοθέτη: Δουράτσος Γιάννης
Φωτογραφίες : Αναστασιάδου Μαριλένα
Graphic designer - Αφίσα : Καραγιάννη Κατερίνα
Βίντεο παράστασης : Δάλκος Σταύρος
Επικοινωνία : Αρβανιτοπούλου Μαρίκα / Art Ensemble
Μακιγιάζ φωτογράφισης : Γιαννάκη Ράνια
Διανομή (σειρά εμφάνισης):
Γριά: Φιλιάγκου Βάλια
Γέρος: Κουφάκης Νίκος
Ομιλητής: Δουράτσος Γιάννης

Comments

Popular Posts