ΦΑΟΥΣΤ
Αυτό που θα πρέπει να είναι σαφές σε εκείνον που θα δει την παράσταση, είναι ότι θα δει ένα έργο εμπνευσμένο από τον Φάουστ. Όχι μια ολοκληρωμένη διασκευή. Θα παρακολουθήσει ένα επεισόδιο από το έργο του Γκαίτε: τη συμφωνία του Φάουστ με τον Μεφιστοφελή, να χάσει δηλαδή την ψυχή του, (ότ)αν θα υπάρξει μια στιγμή στη ζωή του που θα είναι τόσο πλήρης και ευτυχής που θα θελήσει να πεθάνει και επίσης τον έρωτά του για την Μαργαρίτα. Καμιά αναφορά στην τραγική εξέλιξη αυτού του έρωτα. Τα γεγονότα του δεύτερου βιβλίου δεν τα αγγίζει καν. Οπότε εκ των πραγμάτων ξεκινάμε με κάτι που για τον θεατή είναι ανολοκλήρωτο. Ο Φάουστ, όπως ο ίδιος ο Γκαίτε δηλώνει στον τίτλο, είναι μια τραγωδία. Και κάθε τραγωδία έχει κάθαρση. Μόνο που στην εκδοχή του Άρη Μπινιάρη η κάθαρση δεν έρχεται. Ο Φάουστ του Μπινιάρη γνωρίζει τον σαρκικό έρωτα και μένει εκεί. Ο διάβολος μοιάζει να έχει κερδίσει σχετικά εύκολα την ψυχή του, να έχει κάμψει τις ανησυχίες, τις αμφιβολίες του σχετικά με το αν πρέπει να προσδώσει τον Θεό και τον αγώνα του πνεύματος για χάρη της ηδονής. Και ο Θεός που εμφανίζεται στο τέλος, ένας Θεός, λιγάκι αφελής, υποδεέστερος του διαβόλου, τον εγκαταλείπει πολύ εύκολα. Δυστυχώς νομίζω ότι δεν μπορείς να προσέλθεις σε μια παράσταση, ξεχνώντας αυτό που ήδη γνωρίζεις για το έργο και τους χαρακτήρες του. Ειδικά σε τόσο κλασικά έργα. Δεν μπορείς στην αποτίμηση της συνολικής εμπειρίας, να θεωρήσεις αυτό που δεν είδες, ως μη (πραγματικά) υπάρχoν. Η πρότερη γνώση, δημιουργεί ένα κενό, στο οποίο ο θεατής κινδυνεύει να πέσει.
Θα ξεκινήσω όμως από το εξαιρετικά ευρηματικό τέχνασμα, να βάλει ο σκηνοθέτης τον Φάουστ στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή - Εωσφόρου. Η εναρκτήρια σκηνή είναι καθηλωτική. Η λιτή σκηνοθεσία, η απόλυτη ησυχία, η στιβαρή και ζεστή φωνή του πρωταγωνιστή που μοιράζεται με τον ψυχαναλυτή - Μεφιστοφελή την πνευματική απόγνωση στην οποία έχει περιέλθει, την ανηδονία που αισθάνεται, το αδιέξοδο στο οποίο τον έχει οδηγήσει η συσσώρευση γνώσης και σοφίας, αρπάζουν τον θεατή από την καρδιά και του υπόσχονται μια εξαιρετική συνέχεια. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ευφυέστερη έναρξη!
Η συνέχεια όμως δεν αποδεικνύεται ισάξια κατά τη γνώμη μου. Σκηνικά, κοστούμια, χορογραφίες, μουσική, εφέ, έχουν όλα μια υπερβολή, που νιώθω ότι δεν ταιριάζουν σε ένα τόσο βαθιά φιλοσοφικό έργο όπως ο Φάουστ. Ένιωθα ότι κινούμαστε σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο αισθητικά έδαφος, με στοιχεία μινιμαλιστικού κινηματογράφου, μιούζικαλ, ταινίας τρόμου και χορικού αρχαίας τραγωδίας. Φόβοι, ενοχές, σκιώδεις εαυτοί, μεταμελημένοι εαυτοί, έκπτωτοι άγγελοι, μάγισσες, πίθηκοι, ιεροεξεταστές, κατακλύζουν τη σκηνή, βασανίζουν και βασανίζονται, πειράζουν και πειράζονται. Και ναι, οι πολλές φωνές, οι πολλές φιγούρες, ο σκηνικός αναβρασμός, μπορεί να θεωρηθεί σαν μια επι σκηνής μεταφορά της εσωτερικής θολούρας, της πνευματικής "αντάρας" στην οποία βρίσκεται ο Φάουστ, όμως γίνονται κουραστικές για τον θεατή. Νιώθεις ότι κείμενο θυσιάζεται για χάρη της εικόνας. Και μπορεί η έντονη μουσική και η πληθώρα στοιχείων τελετουργίας, να εισάγουν το κοινό στο ψυχικό ταξίδι του Φάουστ, μπορεί να ακούγονται μερικές από τις έξοχες φράσεις που έχει γράψει ο Γκαίτε, τόσο στον αρχικό μονόλογο, όσο και στην διαπραγμάτευση του Φάουστ και του Μεφιστοφελή και αργότερα στον διάλογο του Θεού με τον διάβολο, όμως η εικόνα υπερτερεί και καπελώνει το κείμενο.
Το έργο τελειώνει με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια σκηνή με την οποία ξεκινά. Η επιλογή του σκηνοθέτη να κλείσει την παράσταση με αυτό τον τρόπο, ενισχύει την αβεβαιότητα του θεατή. Έγιναν όλα αυτά, ή ή ήταν απλά ένα παιχνίδι του υποσυνείδητου του Φάουστ; Ήταν ένα γεγονός ή μια διανοητική εξερεύνηση των πιθανοτήτων της ελευθερίας του; "Θέλεις να πετάξεις, αλλά φοβάσαι τον ίλιγγο του πετάγματος", λέει ο ψυχαναλυτής - Μεφιστοφελής στον Φάουστ. Ήταν όλο αυτό ένα διανοητικό ζύγισμα των φτερών του Φάουστ ή συμβολίζει αυτός ο κύκλος την αέναη αναζήτηση του πρωταγωνιστή; Ή μήπως αυτή η άρνηση να δώσει ο σκηνοθέτης μια ξεκάθαρη απάντηση στα ερωτήματα του Φάουστ, του Φάουστ που σε αυτή την εκδοχή, δεν βρήκε την απόλυτη στιγμή ευτυχίας, δεν ανέκραξε σαν άλλος Συμεών, "νύν απολύεις τον δούλο σου", είναι η μόνη αληθινή ανταπόκριση στον άνθρωπο και στη διαρκή αναζήτηση του σκοπού της ύπαρξής του;
Οι ηθοποιοί εκτέλεσαν παραδειγματικά τους ρόλους τους, σε μια παράσταση με έντονη σωματικότητα, κινησιολογία σχεδόν χορευτική ακόμα και στα μέρη που δεν ήταν μουσικά, και που στο αποκορύφωμά της, στη διονυσιακή ένωση του Φάουστ με τη Μαργαρίτα, θα μπορούσες εύκολα να πιστέψεις ότι παρακολουθείς χορικό από τις Βάκχες. Ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάνω στο "χορό" του Φάουστ με τον ανδρείκελο εαυτό του, με τον οποίο τον δένει μια "σπλαχνική" σχέση, αφού σκηνικά το έντερο δένει σε αυτό το μυστηριακό χορό τους δύο εαυτούς, θέλοντας φανερά ο σκηνοθέτης να βάλει στην εξίσωση της πορείας ενός ανθρώπου, όχι μόνο την καρδιά και το μυαλό, τα οποία ο πρωταγωνιστής, σαν άλλος Άμλετ, κρατά και ζυγίζει στα δυο του χέρια, αλλά και τις άδηλες, κρυφές, τις σπλαχνικές επιθυμίες, τη βούληση ενός εσωτερικού εγκεφάλου που ίσως (μας) ελέγχει με τρόπους που δεν μας είναι πάντα εύδηλοι.
Ταυτότητα της παράστασης:
Μετάφραση: Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης
Σύμβουλος δραματουργίας: Νεφέλη Παπαναστασοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια-Μάσκες: Πάρις Μέξης
Μουσική: Τζεφ Βάγγερ
Χορογραφία: Φαίδρα Νταϊόγλου
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Φωνητικές συνθέσεις: Μαρίσσα Μπίλη
Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια
Βοηθός σκηνοθέτη: Gelly Pedefu
Βοηθοί σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαριάνθη Ράδου, Δέσποινα Μαρία Ζαχαρίου
Βοηθός φωτίστριας: Ιφιγένεια Γιαννιού
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Μιχάλης Βαλάσογλου, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Ηλέκτρα Καρτάνου, Νάντια Κατσούρα, Μάριος Κρητικόπουλος, Μαριάννα Μαθιά, Μαρία Μαντά, Ιωάννα Μαυρέα, Λένα Μποζάκη, Άρης Νινίκας, Βασίλης Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ειρήνη Τσέλλου, Αλεξάνδρα Χασάνι, Γιλμάζ Χουσμέν
Artwork & τρέιλερ: Χρήστος Συμεωνίδης
Για ηλικίες 16+
Comments
Post a Comment